Σάββατο 3 Αυγούστου 2013

ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΑΜΝΑΛΗΣ.

Αρχείο:Yannis Ramnalis-1.jpg 

Ο ηρωϊκός μακεδονομάχος Γιάννης Ράμναλης.

«Τσεκούρι στον ντόκτορ Γιάννη, μολύβι στον Έλληνα πρόξενο, μαχαίρι στον Έλληνα μητροπολίτη», έγραφε στον βοεβόδα Τάσκα της περιοχής Σερρών το περίφημο γράμμα. Και ό ντόκτορ Γιάννης, ό γιατρός δηλαδή Θεοδωρίδης, μόλις το ’μαθε, έμασε τα μπαγουλάκια του και το ’σκασε στην Αθήνα, αν και υποπρόξενος τής Μεγάλης Βρεταννίας...

Απ’ την άλλη μεριά έγραφε ό Draganof ότι στην εκκλησία των Ταξιαρχών Σερρών (8 Νοεμβρίου 1905) κήρυξε ό εφημέριος Παπαστέφανος ότι οποίος σκοτώση Βουλγάρους θ’ αγιάση. Δεν είναι βέβαιο αν έγραφε την αλήθεια. Είναι γεμάτο ανακρίβειες και ψέματα το προπαγανδιστικό βιβλίο του. Επιδίωκε ν’ αποδείξη ότι οι «Μεταρρυθμίσεις» είχαν αποτύχει και ή μόνη λύση ήταν ή αυτονομία. Παρουσιάζει για βουλγαρικά θύματα ελληνικών σωμάτων χωριά ελληνικά πού τα έκαψαν οι κομιτατζήδες! Μα κι αν είναι αληθινό το κήρυγμα του Παπαστεφάνου, αντιπροσωπεύει το πνεύμα της εποχής και εκφράζει το άγριο πάθος, πού είχαν καλλιεργήσει με τα έργα τους οι Βούλγαροι. Έσπειραν ανέμους και ήταν φυσικό να θερίσουν θύελλες.
Δεν έχουμε δυστυχώς στην ανατολική Μακεδονία απομνημονεύματα, όπως του Πάντο Κλιάσεφ ή και Ελλήνων οπλαρχηγών. Δημοσιεύτηκαν όμως στα «Σερραϊκά Χρονικά» τής Ιστορικής και Λαογραφικής Εταιρείας Σερρών Μελενίκου, με γραμματέα τον κ. Π. Πένναν (τόμος Ε’), οι εκθέσεις του τότε προξένου Σερρών Σαχτούρη, πού μας δίνουν μιάν ανάγλυφη εικόνα της εποχής. Αρχίζουν όμως από τις 30 Νοεμβρίου του 1906 και τελειώνουν την 31 Δεκεμβρίου του 1907. Φαίνεται ότι κάπως αργότερα έκανε την εμφάνισή της ή ένοπλη αντίδρασή μας στην ανατολική Μακεδονία. Η αναφορά του προξένου τής 4 Ιανουαρίου του 1907 τονίζει «Δυστυχώς ή ημετέρα οργάνωσις ευρίσκεται ακόμα εν τη γενέσει της». Όπως φαίνεται απ’ την αναφορά του προξένου, πίστευαν πολλοί, πριν ένα χρόνο, αρχές δηλαδή του 1906, ότι ή διατήρηση ενόπλων σωμάτων στην ανατολική Μακεδονία ήταν αδύνατος εξ αιτίας του εδάφους και απροθυμίας των κατοίκων. Υπήρχαν όμως τον Ιανουάριο του 1907 τέσσερα σώματα και παρακαλούσαν τώρα τα χωριά να έχουν δικό τους σώμα (Σερραϊκά Χρονικά, τόμος Γ’ σελ. 24).
Αν όμως άργησαν, ή οργάνωση έγινε με καλύτερο σύστημα. Χρησιμοποιήθηκαν μικρά σώματα στρατολογημένα στον τόπο από ντόπιους. Μεγάλα, όπως εκείνα τής δυτικής και τής άλλης Μακεδονίας) από εκατόν είκοσι, ογδόντα, εξήντα, σαράντα άντρες, υπήρξαν άγνωστα στην ανατολική Μακεδονία. Υπερβασίες ή ανοησίες, όπως τις έλεγε ό πρόξενος, ομαδικές δηλαδή σφαγές και πυρπολήσεις χωριών δεν έγιναν, παρά ελάχιστες. Από την αλληλογραφία φαίνεται ότι το υπουργείο των εξωτερικών έδινε πολλές και αδιάκοπες εντολές. Ο πρόξενος έβαλε όλα τα δυνατά του για να προλαμβάνωνται και ν’ αποφεύγωνται τέτοιου είδους ενέργειες. Η ανατολική Μακεδονία είχε το μειονέκτημα ότι βρισκόταν κοντά στα βουλγαρικά σύνορα, όπου περνούσαν ελεύθερα συμμορίες και όπλα. Μεγάλος και πυκνός ήταν εκεί ό τουρκικός πληθυσμός, κυρίως στο Σαντζάκι της Δράμας. Είχαν επίσης εκεί το βασίλειό τους οι αρχικομιτατζήδες Συντάσκι και Πανίτσα, πού βρίσκονταν σε σκληρό, ακήρυχτο πόλεμο με τ’ άλλα κομιτάτα. Κοντά όμως ήταν και ή θάλασσα. Αποβιβάζονταν εύκολα σώματα και όπλα στα ατελείωτα παράλια τής Χαλκιδικής, στον κόλπο του Ορφανού και σε πολλά άλλα παραθαλάσσια σημεία, όρμους και ορμίσκους. Ο Dakin αναφέρει την ανακάλυψη και κατάσχεση στην Καβάλα απ’ τον Άγγλο αξιωματικό Χάμιλτον πολλών όπλων γκρά του ελληνικού στρατού. Αργότερα ό υποπλοίαρχος Δεμέστιχας με ειδικό μικρό πολεμικό ξεφόρτωσε πολλά τουφέκια και φυσίγγια σ’ όλην εκείνη την περιοχή.
Στην ανατολική Μακεδονία και ιδιαίτερα στις Σέρρες ξαναμπήκε σ’ ενέργεια το μαχαίρι.
Στο Μοναστήρι και τις άλλες πόλεις οι φόνοι γίνονταν με πιστολιές. Στις Σέρρες με μαχαίρια. Ήταν «σήμα κατατεθέν». Οι ξένοι, άμα έβλεπαν ένα νεκρό με μαχαιριά στην πλάτη, έλεγαν αδίσταχτα: «Δουλειά του ελληνικού Κομιτάτου».
Το φθινόπωρο του 1904 ήταν ανάστατη ή κοινωνία των Σερρών, γιατί ένας έμπορος Σερραίος για λίγα περισσότερα αργύρια είχε νοικιάσει το σπίτι του στους Βουλγάρους να το κάμουν σχολείο. Πουθενά δεν είχαν ιδιόκτητα σχολικά κτίρια. Υπήρχε τότε σε ένα μακρινό χωριό ξενόφωνο, Ράμνα, ένα αδύνατο παιδί 19-20 χρονών, ό Γιάννης, πού εξελίχτηκε στον λαμπρό και θαυμαστό οπλαρχηγό Γιάννη Ράμναλη.
Στα χωριά ξενόγλωσσοι άνθρωποι πολεμούσαν με τούς Βουλγάρους, σκοτώνονταν και καίονταν, σφάζονταν και ρημάζονταν. Ζούσαν κάτω απ’ την δαμόκλειο σπάθη των κομιτατζήδων και κάθε ώρα και στιγμή το δολοφονικό μαχαίρι, το βόλι και ή βόμβα τούς παραμόνευαν. Και μέσα στην πόλη όπου δεν υπήρχε κανένας κίνδυνος, ένας πλούσιος έμπορος πρόδινε ή βοηθούσε τούς Βουλγάρους και τούς έδινε το σπίτι του για σχολειό! Και χωρίς να πή σε κανένα τίποτε, βυθίζει το μαχαίρι στην πλάτη του και τον αφήνει στον τόπο. Αναγκάστηκε να φύγη στην Θεσσαλονίκη και να παρουσιασθή στον Ζώη (υπολοχαγό τότε Κάκαβο) του προξενείου. Ζήτησε να τον στείλουν σ’ ένα σώμα. Τον εύρισκαν όμως μικρό, αδύνατο. Ήξερε πολύ λίγα ελληνικά. Απ’ το φόβο μήπως τον πιάση ή αστυνομία για το φόνο των Σερρών, τον έστειλαν τέλος, την άνοιξη, στο μικρό καινούργιο σώμα τής Κιλινδρείας (Κιλιντίρ), πού είχε βάση το μεγάλο τσιφλίκι του Χρυσάφη. Παρ’ όλες όμως τις στενές σχέσεις του τσιφλικούχου με τούς Τούρκους, βρέθηκε «μιαν ωραίαν πρωϊαν» το σώμα κυκλωμένο μέσα στο τσιφλίκι από στρατιωτικόν απόσπασμα. Έπεσαν πέντε αντάρτες. Ο αρχηγός Σακελλαρόπουλος, για να γλυτώση, φόρεσε χωριάτικα γυναικεία ρούχα. Ο Γιάννης πού πολέμησε αληθινά ηρωϊκά και είχε ξοδέψει τα φυσίγγια του, φόρεσε κι’ αυτός χωριάτικα ανδρικά και ανακατώθηκε με τούς χωριάτες. Χωριάτης όπως αυτοί ήταν και ό ίδιος. Το ‘σκασε στη Θεσσαλονίκη και ξαναπαρουσιάστηκε στο προξενείο. Δεν ήξεραν τι να τον κάμουν. Τούς πρότεινε να τον αφήσουν να στρατολογήση λίγους δικούς του και να δουλέψη στην περιφέρεια Λαγκαδά και την δυτική πλευρά της περιοχής Σερρών. Τον άφησαν για να τον ξεφορτωθούν. Σε λίγο όμως άρχισαν να έρχονται ειδήσεις ότι ένας πράκτορας το κομιτάτου πίσω απ’ τον άλλο εύρισκαν το θάνατο από “αγνώστους”. Ένα σιδερένιο χέρι έβγαινε ξαφνικά απ’ το σκοτάδι, χτυπούσε, και πάλι χανόταν. Φόβος και τρόμος είχε ξαπλωθή σ’ όλη την έκταση. Αναστατώθηκαν οι Βούλγαροι, κινήθηκαν οι Ρώσοι αξιωματικοί, κινητοποιήθηκαν οι Τούρκοι. Μα δεν βρήκαν πουθενά ούτε ίχνος ούτε άλλο σημάδι από αντάρτικο σώμα, κανένας δεν είδε τίποτα, κανένας δεν άκουσε τίποτα. Οι βουλγαροκτόνοι εξαφανίζονταν σαν τιμωρά φαντάσματα. Οι άντρες του Γιάννη, χωρικοί, όπως αυτός, δούλευαν τη μέρα σαν φρόνιμοι ραγιάδες στα χωράφια και τη νύχτα έβγαζαν τα κρυμμένα όπλα. Γίνονταν αντάρτες μόνον όταν έστηναν ενέδρα.
Σιγά-σιγά άρχισε ν’ αναφέρεται από στόμα σε στόμα με τρόμο αλλά και με σεβασμό και θαυμασμό το όνομα του Γιάννη Ράμναλη. Είχε πάρει στη φαντασία των απλοϊκών ανθρώπων τις διαστάσεις μεγάλου ήρωα. Οι διαταγές, οι συστάσεις του ήταν νόμος για όλη την περιφέρεια. Ακόμα και ό Τούρκος ληστής Χαλίλ Τσαούς κάπου τρύπωσε και δεν έδινε καθόλου σημεία ζωής. Στο μεταξύ ό Γιάννης είχε ριχτή με τα μούτρα να μάθη να μιλά ελληνικά, να γράφη και να διαβάζη. Έβαλε μάλιστα πλώρη να γίνη αξιωματικός.
Με την νεοτουρκική μεταπολίτευση (10 Ιουλίου 1908) παρουσιάστηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου έγινε δεκτός με μεγάλες τιμές. Οι νεότουρκοι αξιωματικοί φρόντιζαν, ποιος να πρωτοφωτογραφηθή μαζί του. Και ο Χαλίλ Τσαούς, γιγαντόσωμος με πελώρια μουστάκια, όταν τον αντίκρισε, μούντζωσε τον εαυτό του μπροστά σε πολύ κόσμο και είπε : «Ντροπή στο μπόϊ και στα μουστάκια σου, Χαλίλ, πού τρόμαξες απ’ αυτό το νιάνιαρο». Μόλις πέρασε ό νεοτουρκικός μήνας του μέλιτος, έστειλαν οι αρμόδιοι τον Γιάννη στην Αθήνα για ασφάλεια. Δολοφονούσαν οι νεότουρκοι τούς οπλαρχηγούς. Εξακολούθησε εκεί με την μεγαλύτερη επιμέλεια ό Γιάννης τις σπουδές του. Πήρε και Πτυχίο σχολαρχείου. Όταν συναντούσε γνωστούς του αξιωματικούς απ’ το Κέντρο Θεσσαλονίκης, τούς αράδιαζε αρχαίες ελληνικές φράσεις και λατινικές.
Δικό του παλληκάρι απ’ εκείνα πού αυτός εκπαίδευε και διαμόρφωσε ήταν ό Σταύρος Μπερέτης απ’ τη Μπαλαφάφτσα, σήμερα Κοχλικό του Λαγκαδά, πού πήγε με αποστολή στη Σάμο και σκότωσε στις 11 Μαρτίου του 1912 τον Τουρκόφιλο ηγεμόνα της, Κοπάσην. Βρήκε στο νησί και αυτός τον θάνατο πού ήξερε βέβαια ότι δεν θα μπορούσε ν’ αποφύγη. Πριν μάλιστα αναχωρήσει για τη Σάμο, έγραψε στη μνηστή του να παντρευτή τον ανηψιό του, γιατί αυτός δεν θα γύριζε ζωντανός από εκεί πού πήγαινε.
Ο πόλεμος του 1912 σταμάτησε τις ελληνολατινικές σπουδές του Γιάννη. Αποβιβάστηκε μ’ ένα σώμα στη Χαλκιδική και αιχμαλώτισε στα Ρεβενίκια ολάκερο τουρκικό απόσπασμα. Ρίχτηκε έπειτα στην ειρηνική εργασία με την απόφαση να γίνη πλούσιος. Και τα κατάφερε τόσο καλά, πού το 1923 τον σκότωσε ό λήσταρχος Τζατζάς για να τον ληστέψη.

Πηγή: Γεώργιος Μόδης, Ο Μακεδονικός Αγών και η νεώτερη μακεδονική ιστορία, εκδ. Β’ της Εταιρίας Μακεδονικών Σπουδών.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου