Πυρ κατά
ριπάς..............από τα ορύγματα της Γουμένισσας.
Χρήστος Σαμαράς, Δάσκαλος.
Τα καλά του Γιάννη τα θέλουμε, τον Γιάννη δεν τον θέλουμε. (Λαϊκή
παροιμία).
Γιατί ρε Γιάννη ; γιατί ; Τι το θελες τώρα και ανακάτεψες τα πράγματα. Εκεί
που πηγαίνουν όλα ρολόι, οι ψήφοι τρέχουν τυφλά στο κονάκι και βγάζουν τη Χ.Α.
τρίτο κόμμα με ακόμα υψηλότερες προοπτικές, ήρθες και τα χάλασες όλα. Γιατί ;
Η ιστορία του Γιάννη Αντετοκούμπο είναι μια συνηθισμένη καθημερινή
τραγωδία, όπως οι εκατοντάδες χιλιάδες άλλων μεταναστών, των οποίων τα παιδιά
γεννιούνται και μεγαλώνουν στην Ελλάδα. Παράνομοι μετανάστες οι γονείς, δεν
δικαιούνται ιθαγένεια (υπηκοότητα αναφέρεται αλλά αυτό έχει προσκολληθεί ως
συνήθεια από τα παλιότερα απολυταρχικά καθεστώτα) ούτε αυτοί ούτε τα παιδιά
τους. Ισχύει το παράδοξο (στη χώρα του παράδοξου !), να έχουν περάσει όλη τους
τη ζωή σε μια χώρα, να γνωρίζουν μόνο τη γλώσσα της χώρας αυτής, να την αγαπούν
και να τη θεωρούν πατρίδα τους, να σηκώνουν τη σημαία στο σχολείο, αλλά να μην
έχουν την … ιθαγένεια της χώρας αυτής.
Κοινό φαινόμενο, ιδιαίτερα για τους εκπαιδευτικούς, που το παρατηρούν
συνέχεια. Αυτό και την αγωνία τους. Την αγωνία τους, για το αν θα τους δεχτεί
αυτή η χώρα, αν τα παιδιά τους θα αναγκαστούν να φύγουν για τον τόπο καταγωγής
τους, για να γίνουν μετανάστες στη χώρα από την οποία έφυγαν (!) αναζητώντας
μια καλύτερη ζωή.
Απαιτείται και επίσημο υπηρεσιακό έγγραφο εκπαιδευτικού ιδρύματος, στο
οποίο να υποδηλώνεται η συνεχής εξαετής φοίτηση στο Δημοτικό σχολείο και
αντίστοιχο του Γυμνασίου και του Λυκείου για την πολιτογράφηση και την απόκτηση
της ελληνική ιθαγένειας. Υποχρεούται δηλαδή να έχει μετάσχει της Ελληνικής
Παιδείας, ώστε να αποκομίσει το «όφελος» του να είναι υπήκοος της Ελλάδας.
«Τοσούτον δ’ απολέλοιπεν η πόλις ημών περί το
φρονείν και λέγειν τους άλλους ανθρώπους, ώσθ’ οι ταύτης μαθηταί των άλλων
διδάσκαλοι γεγόνασι και το των Ελλήνων όνομα πεποίηκε μηκέτι του γένους, αλλά
της διανοίας δοκείν είναι, και μάλλον Έλληνας καλείσθαι τους της παιδεύσεως της
ημετέρας, ή τους της κοινής φύσεως μετέχοντας».
Μετάφραση 1 : Τόσο πολύ ξεπέρασε η πόλη μας (η Αθήνα) τους υπόλοιπους
ανθρώπους στη σκέψη και στο λόγο, ώστε οι μαθητές της έγιναν δάσκαλοι των
άλλων, και το όνομα των Ελλήνων το έχει κάνει να φανερώνει όχι πλέον τη φυλή
αλλά τη διάνοια, με αποτέλεσμα περισσότερο να αποκαλούνται Έλληνες αυτοί που
μετέχουν στη δική μας παιδεία παρά στην κοινή καταγωγή.
Μετάφραση 2 : «Είναι δε τόσο μεγάλη η απόσταση
που χωρίζει την πολιτεία μας από τους άλλους ανθρώπους ως προς την πνευματική
ανάπτυξη και την τέχνη του λόγου, ώστε οι μαθητές της έχουν γίνει διδάσκαλοι
των άλλων και κατόρθωσε (η πολιτεία μας) ώστε το όνομα των Ελλήνων να είναι
σύμβολο όχι πλέον της καταγωγής, αλλά της πνευματικής ανύψωσης, και να ονομάζονται
Ελληνες εκείνοι που παίρνουν τη δική μας μόρφωση και όχι αυτοί που έχουν την
ίδια καταγωγή». (Ισοκράτους Λόγοι, Πανηγυρικός, Μτφρ. Α. Μ. Γεωργαντοπούλου,
Εκδόσεις Ζαχαρόπουλος, 1940.)
(Παραθέτω δυο μεταφράσεις, γιατί υπάρχει
αμφισβήτηση ως προς τα λεγόμενα του Ισοκράτη.
Η προσωπική μου άποψη είναι ότι το νόημα της φράσης είναι αυτό που
αποδίδεται από τους περισσότερους. Η σημασία της παιδείας και της εκπαίδευσης
σε ένα τόσο σημαντικό θέμα είναι τεράστια και έχει αναγνωριστεί από την
πολιτεία.)
Ο Γιάννης
Αντετοκούμπο έχει κάθε λόγο να μην αγαπάει την Ελλάδα. Η χώρα αυτή τον ανάγκασε
να ξεχάσει την παιδικότητά του και να αγωνιστεί καθημερινά για τον επιούσιο.
Τον υποχρέωσε να ζητιανέψει, να παρακαλέσει να πουλήσει την πραμάτεια του, να
τρέξει αγωνιωδώς για να γλυτώσει τη σύλληψη όταν παράνομα πουλούσε δίσκους, να
αντιμετωπίσει τη διάκριση και το ρατσισμό λόγω χρώματος, να υποδουλωθεί στην
φτώχεια και την ανέχεια, να σκύβει το κεφάλι στα επικριτικά σχόλια επειδή
πατούσε το χώμα - ή μάλλον τη βρώμικη άσφαλτο - των ελληνικών απάνθρωπων
μεγαλουπόλεων.
Και εκτός
από όλα αυτά, είδε αυτή τη χώρα να του αρνείται πεισματικά την ιθαγένεια, μετά
από δεκαοκτώ (18 !!) συναπτά έτη παραμονής (παράνομης ή όχι). Το πιο πιθανό
είναι - όπως συμβαίνει με πολλούς άλλους - ότι ακόμη δεν θα είχε αποκτήσει την
πολυπόθητη «διάκριση», αν δεν είχε κινητοποιηθεί η Ελληνική Ομοσπονδία
Καλαθόσφαιρας για να τον εντάξει στην Εθνική ομάδα. Θα ήταν ένα ακόμη θύμα του
πολυπλόκαμου γραφειοκρατικού τέρατος που καταταλαιπωρεί τους πολίτες αυτής της
χώρας, μετανάστες και μη.
Έγραφα στον Μαχητή
στις 20/11/2012 :
«Όπως
ακριβώς μου είχαν μάθει οι δάσκαλοί μου, η μέγιστη των βδελυρών πράξεων είναι η
υποστολή της σημαίας της πατρίδας σου όταν γίνεται αναίτια και πρέπει να
αγωνίζεσαι πάντα να την αποτρέψεις με όλα τα μέσα, θυσιάζοντας ότι σου ζητηθεί
για την εκπλήρωση του ιερού στόχου. Άλλωστε η ελληνική σημαία είναι σύμβολο
διαχρονικό που υπερτερεί έναντι όλων των ατόμων που τη φέρουν, τη σηκώνουν, τη
χαιρετούν, την προσκυνούν, την αγαπούν. Είναι ο χαρακτήρας του έθνους, η
άσβεστη φλόγα της ύπαρξης της ελληνικότητας στους αιώνες, το σημείο συνάντησης
όλων εκείνων που μετέχουν στην ελληνική παιδεία, όλων εκείνων που μαρτυρούν για
την αρχαία ελληνική αναγέννηση του πολιτισμού, των τεχνών, της φιλοσοφίας, του
ηρωισμού, όλων εκείνων που συναντούν την ορθόδοξη πίστη των Ελλήνων από
χιλιάδες χρόνια πριν.
Είναι η
ανατριχίλα στην έπαρσή της και ο ντροπιασμός στην υποστολή της. »
Μόνο
συγκίνηση μπορεί να νιώσει κανείς βλέποντας στον τηλεοπτικό δέκτη δυο μαύρα
παιδιά να σφιχταγκαλιάζουν την ελληνική σημαία και να πανηγυρίζουν με αυτή κατά
τη διάρκεια της επιλογής παικτών (draft) των αμερικανικών ομάδων μπάσκετ,
γνωρίζοντας και την προσωπική τους ιστορία (και ταλαιπωρία). Σήμερα μάλιστα που
πολλοί από μας στρεφόμαστε ενάντια στο κράτος μας, δίκαια ή άδικα, αποτελεί ένα
πολύ ισχυρό μήνυμα για την ενότητα που απαιτείται στον καθημερινό Γολγοθά που
ανεβαίνουν οι πολίτες για να «τραβήξουν το κάρο από τη λάσπη», να βγάλουν την
Ελλάδα από την κρίση.
Γι αυτό
ψηφοφόροι και υποστηρικτές του τρίτου (και άλλων ακραίων) κόμματος : Δακρύστε
ηλίθιοι και γονατίστε μπροστά στη μεγαλοσύνη των Ελλήνων Μαύρων πατριωτών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου